- τέταρτος
- -η, -ο / τέταρτος, -άρτη, -ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α(τακτικό αριθμτ.)1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε τέταρτος σε όλο το σχολείο» β. «ἐνίκησα δὲ καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην», Θουκ.)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τετάρτηα) η τέταρτη μέρα τής εβδομάδας, αυτή που ακολουθεί την Τρίτηβ) εκκλ. ημέρα νηστείας επειδή, σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική αντίληψη, τέτοια μέρα έγινε το συμβούλιο τών Ιουδαίων κατά το οποίο αποφασίστηκε η σύλληψη τού Ιησού Χριστού3. το ουδ. ως ουσ. το τέταρτο(ν)α) καθένα από τα τέσσερα ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο, κν. σήμερα τετάρτι (α. «το τέταρτο τού μέτρου» β. «το ένα τέταρτο τής έκτασης» γ. «ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς», ΚΔ)β) (με ή χωρίς το άρθρ. και με επιρρμ. σημ.) η, μετά την τρίτη, θέση σε μια σειρά (α. «πρώτο δεν ήλθες, δεύτερο δεν έγραψες, τρίτο δεν τηλεφώνησες, τέταρτο συνεχίζεις την ίδια τακτική» β. «δεύτερον δὲ δὴ διήγησιν... τρίτον τεκμήρια, τέταρτον εικότα», Πλάτ.)4. φρ. α) «Μεγάλη Τετάρτη»εκκλ. η τέταρτη μέρα τής Μεγάλης Εβδομάδας που είναι αφιερωμένη στα πάθη τού Χριστού κατά την ημέρα αυτήβ) «τέταρτο τού τόνου» — καθεμία από τις υποδιαιρέσεις τού τόνου σε τέσσερα μέρηνεοελλ.1. το θηλ. ως ουσ. α) τέσσερα χαρτιά τού ίδιου χρώματος σε κατιούσα κλίμακα («η τετάρτη τού δέκα σπαθί»)β) μουσ. διάστημα τεσσάρων βαθμίδων στη διατονική κλίμακα2. το ουδ. ως ουσ. α) μουσ. i) σημείο με χρονική διάρκεια αντίστοιχη προς το ένα τέταρτο τής αξίας τού ολόκληρουii) μουσικός φθόγγος με διάρκεια διπλάσια τού ογδόου και μισή τού μισούβ) ναυτ. ξύλινο δοχείο με χωρητικότητα ίση με το ένα τέταρτο τού βυτίου, δηλαδή ίση με 64 περίπου χιλιόγραμμα νερούγ) το τεταρτορρόμβιοδ) (τυπογρ.) σχήμα εντύπου τού οποίου το τυπογραφικό φύλλο διπλώνεται στα τέσσερα («η εφημερίδα τυπώνεται τώρα σε σχήμα τέταρτο»)ε) (ενν. τής ώρας) χρονικό διάστημα δεκαπέντε λεπτών τής ώρας3. φρ. α) «τετάρτη νόσος»ιατρ. εξανθηματικός πυρετός που μοιάζει ως προς τη συμπτωματολογία με την ιλαρά και την οστρακιά, αλλ. νόσος τών Ντιουκς - Φιλάτοφβ) «τετάρτη αφροδίσια νόσος»ιατρ. αφροδίσιο νόσημα που οφείλεται σε μικροοργανισμό τού γένους χλαμυδία, αλλ. νόσος τών ΝικολάΦαβργ) «τέταρτο Σελήνης»αστρον. φάση τής Σελήνης όταν αυτή βρίσκεται σε κατάσταση τετραγωνισμού, δηλαδή όταν έχει αποχή 90° από τον Ήλιοδ) «πρώτο [ή τελευταίο] τέταρτο τής Σελήνης»αστρον. η πρώτη και η τελευταία φάση τής Σελήνηςε) «τέταρτο τού μέτρου» — είκοσι πέντε εκατοστόμετρααρχ.1. (το αρσ. ως κύριο όν.) Τέταρτος(στους Λοκρούς) ονομασία μήνα2. το θηλ. ως ουσ. α) (ενν. μοῑρα) (στη Σπάρτη) μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με οκτώ λακωνικές χοές ή ενενήντα έξι κοτύλεςβ) μέτρο βάρους, πιθ. το ένα τέταρτο τού χρυσού στατήραγ) το τέταρτοδ) φόρος ισοδύναμος με το 25% ενός ποσού.επίρρ...τετάρτως Ατέσσερεις φορές σε μεγαλύτερο βαθμό ή σε μεγαλύτερη ποσότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το τακτικό αριθμτ. τέταρ-τος (βλ. λ. -τος) έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *kwet(w)r- τού απόλυτου αριθμτ. τέσσαρες, -α χωρίς το -w- (πρβλ. δοτ. πληθ. τέτρα-σι, τετράς, τετράκις και τα σύνθ. με α' συνθετικό τετρα-) και με τη συνεσταλμένη βαθμίδα -αρ- τής δεύτερης συλλαβής (πρβλ. λατ. quartus). Ο τ. τέτρατος εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα με τη μορφή -ρα-, ενώ ο βοιωτ. τ. πέτρατος εμφανίζει -π- αντί τ- χαρακτηριστικό τών αιολ. διαλέκτων (πρβλ. πέτταρες, πίσυρες, βλ. λ. τέσσερεις). Ο νεοελλ. διαλ. τ. τού θηλ. Τετράδη, τέλος έχει προέλθει από την εκκλ. φρ. «τῇ Τετράδι...» (τής Τυροφάγου ή τής Διακαινησίμου) από τη δοτική εν. τού αρχ. τετράς, -άδος].
Dictionary of Greek. 2013.